Κέρκωψ

Κέρκωψ
Κέρκωψ
man-monkey
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κέρκωψ — man monkey masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωψ — Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται… …   Dictionary of Greek

  • Κερκώπων — Κέρκωψ man monkey masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκώπων — κέρκωψ man monkey masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέρκωπα — Κέρκωψ man monkey masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωπα — κέρκωψ man monkey masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέρκωπας — Κέρκωψ man monkey masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωπας — κέρκωψ man monkey masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέρκωπες — Κέρκωψ man monkey masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωπες — κέρκωψ man monkey masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”